γάζα

γάζα
(Ghazzah, αρχ. Άζα). Πόλη (367.388 κάτ. το 1997) στα κατεχόμενα εδάφη της νότιας Παλαιστίνης, χτισμένη σε ύψωμα, σε απόσταση 4 χλμ. από τη θάλασσα, όπου βρίσκεται και το λιμάνι της. Αρχαία πόλη των Φιλισταίων, είναι χτισμένη σε θέση-κλειδί πάνω στον εμπορικό δρόμο που οδηγεί από την Αίγυπτο προς τη Συρία και τη Μεσοποταμία. Το 332 π.Χ. κατελήφθη με έφοδο από τον Μέγα Αλέξανδρο, ύστερα από δίμηνη σκληρή πολιορκία. Το 96 π.Χ. η πόλη κατελήφθη και πυρπολήθηκε από τον βασιλιά των Ιουδαίων Αλέξανδρο Ιανό. Ο Πομπήιος της παραχώρησε αυτονομία και στους επόμενους αιώνες γνώρισε μεγάλη ακμή, ιδίως ως κέντρο ελληνιστικής παιδείας με περιώνυμη ρητορική σχολή. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στην πόλη με μεγάλη δυσκολία και κατόρθωσε να εδραιωθεί μόνο στις αρχές του 5ου αι., όταν ο άγιος Πορφύριος, επίσκοπος Γ., κατέστρεψε τα είδωλα ύστερα από εντολή του αυτοκράτορα Αρκαδίου. Το 635 η πόλη κατελήφθη από τους Άραβες του Ομάρ. Το 1799 την κατέλαβε για ένα μικρό διάστημα ο Ναπολέων. Η πόλη βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Τουρκίας έως το 1917, όταν την κατέλαβαν, ύστερα από σκληρές μάχες, οι Άγγλοι. Από το 1947, η Γ. και η περιοχή της (Λωρίδα της Γ.), που κατοικείται από Παλαιστίνιους, βρίσκεται στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος που προκαλούν οι εξελίξεις του Μεσανατολικού. Λωρίδα της Γ. Διοικητική περιφέρεια (370 τ. χλμ., 1.022.207 κάτ. το 1997), η μία από τις δύο που αποτελούν τα κατεχόμενα από τους Ισραηλινούς εδάφη της Παλαιστίνης (η άλλη είναι η Δυτική Όχθη του Ιορδάνη). Στην περιοχή αυτή παραχωρήθηκε μερική αυτονομία στους παλαιστινιακούς πληθυσμούς το 1994, αλλά το 2002 εκτεταμένες επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού, με αφορμή μια νέα Ιντιφάντα (εξέγερση) των κατοίκων, επανέφερε τα πράγματα στο προηγούμενο καθεστώς της κατοχής. Κυριότερες πόλεις της Λωρίδας της Γ., που ονομάστηκε έτσι επειδή πρόκειται για μια στενή λωρίδα γης ανάμεσα στην Αίγυπτο και το Ισραήλ, είναι (σε παρένθεση ο πληθυσμός τους το 1997, που είναι πολύ πιθανό να έχει μεταβληθεί αισθητά μετά τις επιχειρήσεις του ισραηλινού στρατού) η Γ., η Βόρεια Γ. (183.373 κάτ.), το Ντέιρ αλ-Μπαλάχ (147.877 κάτ.) και η Ραφάχ (122.865 κάτ.). (Βλ. λ. Παλαιστίνη). Φωτογραφία της λωρίδας της Γάζας από δορυφόρο της NASA, τον Μάιο του 1997. Πάνω διακρίνονται οι πολυάριθμες κοιλάδες αυτής της στενής λωρίδας γης, με μέγιστο πλάτος 8 χλμ. (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
* * *
(I)
η
1. λεπτό ημιδιαφανές ύφασμα μεταξωτό, λινό ή βαμβακερό
2. διάφανο κεφαλομάντηλο
3. «φαρμακευτική ή χειρουργική γάζα» — αποστειρωμένα κομμάτια ή ταινίες λεπτού υφάσματος που χρησιμοποιούνται για επικάλυψη και επίδεση τραυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε από την ονομασία της Γάζας, πόλης της Παλαιστίνης, και εισήλθε στην Ελληνική μέσω του τουρκικού jc (γαζ) «γάζα» ή του γαλλ. gaze «γάζα». Πρβλ. γερμ. Gaze, αγγλ. gauze, ισπ. gaza,. ιταλ. garza].
————————
(II)
η (Α)
1. θησαυρός, πολύτιμα αντικείμενα αποθηκευμένα σε θησαυροφυλάκιο
2. μεγάλο χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από την Περσική (πρβλ. μσν. περσικό ganj). Η λατ. λέξη gaza, όπως πιθανώς και η συρ. gazā, είναι με τη σειρά τους δάνεια από την Ελληνική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γάζα — γάζᾱ , γάζα treasure fem nom/voc/acc dual γάζᾱ , γάζα treasure fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζα — η 1. αραιοϋφασμένο διάφανο ύφασμα, τούλι. 2. αποστειρωμένη υφασμάτινη ταινία που χρησιμεύει στην επίδεση τραυμάτων: Έδεσε το τραύμα με γάζες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γάζας — γάζᾱς , γάζα treasure fem acc pl γάζᾱς , γάζα treasure fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζαι — γάζα treasure fem nom/voc pl γάζᾱͅ , γάζα treasure fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζαν — γάζᾱν , γάζα treasure fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζαις — γάζα treasure fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζη — γάζα treasure fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζης — γάζα treasure fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάζῃ — γάζα treasure fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”